Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

anchor watch


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο anchor παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: watch
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
anchor n (boat: mooring device)άγκυρα ουσ θηλ
 The ship's anchor was smaller than expected.
 Η άγκυρα του πλοίου ήταν μικρότερη από το αναμενόμενο.
anchor n mainly US (anchorman, anchorwoman)κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
 Maria is the anchor for the six o'clock news.
anchor n figurative (person: emotional support) (μεταφορικά)στήριγμα ουσ ουδ
  (μεταφορικά)άγκυρα ουσ θηλ
 When his mother died, Bebe was Dexter's anchor.
anchor n figurative (most important person) (μεταφορικά)κολόνα ουσ θηλ
 Russell was the anchor of the family, and everyone missed him while he was away.
anchor n (web page: shortcut link) (ζαργκόν)anchor text φρ ως ουσ ουδ
 This underlined text is an anchor that takes you straight to the end of the article.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
anchor adj (on web page) (ζαργκόν)anchor επίθ άκλ
 Anchor text is one of the main factors of a website's search engine ranking.
 Το anchor text είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που παίζουν ρόλο στην κατάταξη μιας ιστοσελίδας στα αποτελέσματα των μηχανών αναζήτησης.
anchor n (building: securing device)σταθεροποιητής ουσ αρσ
  κάτι που σταθεροποιεί περίφρ
 The anchors are set into the concrete.
anchor [sth] vtr (boat: moor)αράζω ρ μ
  ρίχνω άγκυρα περίφρ
  (το ίδιο το πλοίο)αγκυροβολώ ρ αμ
 The captain anchored the boat near shore.
 Ο καπετάνιος άραξε το πλοίο κοντά στην ακτή.
 Ο καπετάνιος έριξε άγκυρα κοντά στην ακτή.
 Το πλοίο αγκυροβόλησε κοντά στην ακτή.
anchor [sth] vtr (fix [sth] in ground)στερεώνω ρ μ
  αγκυρώνω ρ μ
 The campers hurriedly anchored the corners of the tent as the storm approached.
 Οι εκδρομείς στερέωσαν γρήγορα τις άκρες της σκηνής καθώς πλησίαζε η καταιγίδα.
anchor [sth] vtr mainly US (host a news programme) (εκπομπή)παρουσιάζω ρ μ
  (καθομ: τις ειδήσεις)λέω ρ μ
 Della is anchoring the evening news now on that station.
anchor [sth] vtr figurative (make steady, secure)στερεώνω ρ μ
  αγκυρώνω ρ μ
 The crew anchored the beam in place with brackets and heavy-duty bolts.
 Το πλήρωμα στερέωσε τον δοκό στη θέση του με άγκιστρα και με μπουλόνια μεγάλης αντοχής.
anchor [sth] vtr figurative (provide solid basis for)ισχυροποιώ ρ μ
  κάνω κτ ακλόνητο έκφρ
 Use pertinent quotations in your essay to anchor your argument.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
drop anchor vtr + n (secure a ship in place)αγκυροβολώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)ρίχνω άγκυρα έκφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)δένω ρ αμ
 The ship dropped anchor in Port Arthur.
screw anchor (US),
wall plug (UK),
Rawlplug ® (UK)
n
(small reinforcing rod)ούπα ουσ θηλ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση anchor watch στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «anchor watch».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!